Μαγειρική

02/12/2011

''Η φαντασίωση ενός παράφορου έρωτα''



      Πήγε και τον βρήκε. Ναι ακόμα και τώρα αναρωτιέται πως το έκανε. Δικαιολογεί τον εαυτό της και το αποδίδει στη τρέλα του έρωτα. Την είχε ταλαιπωρήσει πολύ αυτή η ιστορία. Δεν ήξερε γιατί πήγαινε. Ήξερε πως δεν έβγαινε κάπου όλο αυτό, πως ότι και να έκανε εκείνος δεν θα άλλαζε, αλλά αυτό που ένιωθε μαζί του ήταν τόσο δυνατό που τάραζε όλο της το είναι. ''Θα πάω'' είπε και είχε υποσχεθεί στον εαυτό της πως θα ήταν η τελευταία φορά, πως μετά θα συνέχιζε τη ζωή της χωρίς να τον ξαναβρει, σα μια μικρή δόση πριν το τέλος. Είχε να τον δει ένα χρόνο. Εκείνος την περίμενε με το αυτοκίνητό του στην πλατεία. Ήταν όπως τότε, και κάθε φορά που τον έβλεπε ήταν σαν πρώτη. Τον ήθελε παράφορα τόσο που τον μισούσε που δεν ήταν μαζί της. Και εκείνος την ήθελε με το δικό του τρόπο όμως. Ποτέ δεν την άφηνε να ηρεμήσει και πάντα εμφανιζόταν από το πουθένα. Πόσο τον μισούσε γι'αυτό. Εκείνη την ημέρα πήγαν για μπάνιο σε μια πολύ όμορφη παραλία. Υπήρχε πάλι αυτή η αμηχανία. Μιλούσαν για θέματα περί ανέμων και υδάτων χωρίς να αναφέρουν τίποτα γι'αυτούς, για τη δική τους ιστορία. Αυτή πολλές στιγμές ήταν βουβή, τον τιμωρούσε για όλο αυτό που της προκαλούσε. Εκείνος πάλι έβρισκε ευκαιρίες να της μιλάει, τον ενοχλούσε η σιωπή της. Πήγαν σε μια παραλία με κρυστάλινη άμμο. Δεν υπήρχε κανένας άλλος, μόνο οι δυο τους. Άρχισαν να ρίχνουν πέτρες στη θάλασσα προσπαθώντας να κάνουν ψαράκια. Εκείνη έκανε πιο πολλά και εκείνος νευρίαζε σα μικρό παιδί. Βούτηξαν στη θάλασσα, πήγαν μέχρι βαθιά και ο ένας την έλεγε στον άλλο. Με αυτό τον τρόπο, εξέφραζε το παράπονό της  προβάλλοντας του έτσι μια επιθετικότητα. Εκείνος ήθελε να την φιλήσει. Τα σώματα πλησίαζαν αλλά όλο κάτι γινόταν. Βγήκαν από τη θάλασσα και ξάπλωσαν στην άμμο. Εκείνος της χάιδεψε πολύ απαλά το δέρμα και έκεινη ένιωθε όπως πάντα αυτή την ανατριχίλα να της διαπερνάει όλο το σώμα. Δεν άντεξε, σηκώθηκε και πήγε να βουτήξει. Αυτός την ακολούθησε. Κάθονταν στα ρηχά και άρχιζε να του πειράζει τα μαλλιά. Είχε κάτι γυναικεία κοκκαλάκια, του τα έβαζε όλα στα μαλλιά και τον φώναζε ''μαντάμ Σουσού''. Τα στόματά τους είχαν φτάσει σε απόσταση αναπνοής, ήταν στο τσακ να φιληθούν μέχρι που εκείνη τον έσπρωξε προς τα πίσω. Έσκισε ελαφρά το πόδι του και εκείνη από την αγωνία της τον έπιασε και τον φίλησε. Φιλιόντουσαν με πολλή ένταση, το ήθελαν πολύ , τα σώματα τους είχαν ηλεκτριστεί. Την έσφιγγε πάνω του χωρίς να θέλει να την αφήσει λεπτό και εκείνη έτρεμε. Αυτό που ένιωθε, αυτή την έλξη δεν μπορούσε να την ελέγξει. Βγήκαν έξω από τη θάλασσα και ξάπλωσαν για αρκετή ώρα στην άμμο. Η ώρα πέρασε αρκετά γρήγορα και η εκείνη έπρεπε να φύγει. Τον αποχαιρέτησε με ένα φιλί στο στόμα χωρίς να του πει τίποτα, χωρίς να περιμένει κάτι. Θα τηρούσε την υπόσχεση που είχε δώσει  στον εαυτό της. Αυτός ήταν ο όρος της για να τον συναντήσει. Εκείνος προσπάθησε να τη βρει, να επικοινωνήσει μαζί της. Εκείνη όμως δεν άντεχε, όσο κι αν τον ήθελε δεν μπορούσε να τον συγχωρέσει.  Δεν τον ξαναείδε ποτέ.

2 comments:

λεμονοσχόλιο